- ἔγκληρος
- -ος,-ον A 1-0-0-0-0=1 Dt 4,20having a share of inheritance
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
έγκληρος — ἔγκληρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κλήρο, μερίδιο σε κάτι, μέτοχος 2. κληρονόμος («ἔγκληρον ὡς δὴ σὴν κασιγνήτην γαμῶν», Ευρ. Ιφ. εν Ταύρ.) 3. πλούσιος 4. αυτός που βρίσκεται στην κυριότητα κάποιου από κληρονομιά («ἔγκληρα πεδία τἀμὰ γῆς… … Dictionary of Greek
ἔγκληρον — ἔγκληρος having a lot masc/fem acc sg ἔγκληρος having a lot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκληρα — ἔγκληρος having a lot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκληροι — ἔγκληρος having a lot masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκληρος — ἐπίκληρος και δωρ. τ. ἐπίκλαρος, η (Α) [κλήρος] 1. μοναχοκόρη που κληρονομούσε όλη την πατρική περιουσία και την οποία σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε να τήν παντρευτεί ο πλησιέστερος συγγενής («νῡν δ’ ἔξεστι δοῡναί τε τὴν ἐπίκληρον ὅτω ἂν βούληται»,… … Dictionary of Greek
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek